- διδακτήριος
- -ια, -ο (Α -ος, -ον) [διδάσκω]διδακτικός*νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριοσχολικό κτήριοαρχ.το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριοαπόδειξη («ἀλλ' αὐτὸ το πρῆγμα ἐπικαιρότατόν ἐστιν διδακτήριον», Ιπποκρ).
Dictionary of Greek. 2013.